- ἀντίσωσις
- ἀντίσωσις [pron. full] [ῐς], εως, ἡ,A equalization, Iamb.Protr.21.ιθ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντισώσεως — ἀντισώσεω̆ς , ἀντίσωσις equalization fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)